- ἀστασίαστα
- ἀστασίαστοςnot torn by factionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμοθεί — ἀμοθεὶ επίρρ. (Α) δίχως φιλονικία ή στασιασμό, αστασίαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. από ἀ στερ. + μόθος «μάχη»] … Dictionary of Greek